- τόμι'
- τόμια , τόμιονvictim cut upneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Μπεσέ, Σίντνεϊ — (Sidney Bechet, Νέα Ορλεάνη 1879 – Παρίσι 1959). Αφροαμερικανός κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, συνθέτης τζαζ μουσικής. Η τεχνοτροπία του στο σοπράνο σαξόφωνο και το κλαρινέτο καθόρισαν τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών στις οποίες συμμετείχε και έθεσε… … Dictionary of Greek
Μυράτ, Μήτσος — (Σμύρνη 1878 – Αθήνα 1964). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και κατόπιν φιλολογία και θεατρική τέχνη στο Παρίσι. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, το 1900, στη Σμύρνη με τον θίασο του Δημήτριου Κοτοπούλη· τον ίδιο χρόνο… … Dictionary of Greek
Νίκολσον, Τζακ — (Jack Nicholson, Νιού Τζέρσι 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός. Από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές της γενιάς του, άργησε να γνωρίσει την επιτυχία αφού σε ηλικία 32 ετών είχε παίξει μόνο σε χαμηλού… … Dictionary of Greek
Οδησσός — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Ελληνική πόλη που είχε χτιστεί από Μιλήσιους αποίκους τον 6o αι. π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε εμπορική. Μαζί με τις ελληνικές πόλεις Τόμι, Καλλατία, Μεσημβρία και Απολλωνία, αποτέλεσε την εκεί ελληνική… … Dictionary of Greek